προπίπτω

προπίπτω
ΝΑ
πέφτω προς τα εμπρός, κλίνω, γέρνω προς τα εμπρός («προπεσόντες ἔρεσσον», Ομ. Οδ.)
αρχ.
1. (για ικέτη) πέφτω μπροστά στα πόδια κάποιου
2. πέφτω πρώτος στο πεδίο τής μάχης
3. ορμώ προς τα εμπρός, φέρομαι ορμητικά προς τα εμπρός
4. (για ποταμούς, λίμνες) εκχύνομαι
5. κινούμαι προς τα εμπρός, προηγούμαι τών υπολοίπων
6. (για πράγμ.) προέχω, προεξέχω
7. ιατρ. (σχετικά με όργανο τού σώματος) μετατοπίζομαι προς τα εμπρός
8. μτφ. α) είμαι προπετής, φέρομαι με αυθάδεια, με ιταμότητα («τὸ μὲν πλῆθος προσέπεσεν εἰς ἄκαιρον γέλωτα», Διόδ.)
β) διαμορφώνω βιαστική κρίση
γ) υποπίπτω σε γλωσσικό ολίσθημα
δ) γίνομαι αντιληπτός με τις αισθήσεις, είμαι προφανής, είμαι πρόδηλος («ὅσα προπίπτει τῶν ἁμαρτημάτων», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + πίπτω «πέφτω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • απρόπτωτος — ἀπρόπτωτος, ον (A) [προπίπτω] ο μη απερίσκεπτος, ο προνοητικός …   Dictionary of Greek

  • επιπροπίπτω — ἐπιπροπίτπω (Α) [προπίπτω] 1. ρίχνομαι πάνω σε κάτι ή κάποιον («φορβάδι ἴσος ἐπιπροπεσών», Απολλ. Ρόδ.) 2. εκτείνομαι …   Dictionary of Greek

  • πίπτω — ΝΜΑ και αιολ. τ. πίσσω Α ρίχνω τον εαυτό μου κάτω, πέφτω (α. «αὐτὸν πρηνέα δὸς πεσέειν», Ομ. Ιλ. β. «βάρβαροι γυναῑκες, οὕτως ἐκπεπληγμέναι φόβῳ πρὸς πέδῳ πεπτώκατ », Ευρ). νεοελλ. (η μτχ. αρσ. πληθ. αόρ. ως ουσ.) οι πεσόντες οι νεκροί σε πεδία… …   Dictionary of Greek

  • πρόπτωμα — ώματος, τὸ, Α [προπίπτω] (σχετικά με όργανο τού σώματος) πρόπτωση …   Dictionary of Greek

  • πρόπτωση — η / πρόπτωσις ώσεως, ΝΑ [προπίπτω] 1. πτώση προς τα εμπρός ή προς τα κάτω 2. ιατρ. η μετατόπιση οργάνου τού σώματος από τη φυσιολογική θέση του και, ειδικότερα, η πτώση οργάνου ή τμήματος οργάνου από τη φυσιολογική του θέση εξαιτίας τής χαλάρωσης …   Dictionary of Greek

  • συμπροπίπτω — Α [προπίπτω] πέφτω προς τα εμπρός ταυτόχρονα με άλλον …   Dictionary of Greek

  • ՍՈՂԻՄ — (եցայ.) NBH 2 0726 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c ձ. ἔρπω, διέρπω repo, repo, repto ἁπολισθαίνω delabor, defluor σύρομαι trahor. Սողոլ. զեռալ. սահիլ՝ քարշիլ՝ խաղալ ընդ երկիր կամ մօտ ʼի գետին ըստ օրինակի անոտն կամ… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”